-
1 κάρφω
κάρφ-ω, poet. Verb,A dry up, wither, κάρψω μὲν Χρόα καλόν will wither the fair skin, wrinkle it, Od.13.398, cf. 430;ἠέλιος Χρόα κάρφει Hes. Op. 575
:—and in [voice] Pass., [ Χρὼς]κάρφεται ἤδη Archil.100
;πυρὶ καρφόμενα Euph.50
;περὶ Χροῒ καρφομένη θρίξ Nic.Th. 328
.2 metaph., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus withers the proud of heart, Hes.Op.7;κάματοι κάρφοντες γυῖα Nic.Al. 383
:—[voice] Pass.,οἴτῳ κάρφεσθαι A.R.4.1094
; v. κάρφος.
См. также в других словарях:
κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… … Dictionary of Greek